- προσκαταπλήσσω
- Α [καταπλήσσω]προκαλώ επί πλέον θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσω ή κατατρομάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαταπλήξῃ — προσκαταπλήσσω strike with terror besides aor subj mid 2nd sg προσκαταπλήσσω strike with terror besides aor subj act 3rd sg προσκαταπλήσσω strike with terror besides fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταπλῆξαι — προσκαταπλήσσω strike with terror besides aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταπλήξειν — προσκαταπλήσσω strike with terror besides fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
προσκαταπλήξας — προσκαταπλήξᾱς , προσκαταπλήσσω strike with terror besides aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)